- επισκότιση
- η (AM ἐπισκότισις) [επίσκοτίζω]συσκότιση, σκοτείνιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισκοτίσῃ — ἐπισκοτίσηι , ἐπισκότισις fem dat sg (epic) ἐπισκοτίζω to be overshadowed aor subj mid 2nd sg ἐπισκοτίζω to be overshadowed aor subj act 3rd sg ἐπισκοτίζω to be overshadowed fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] … Dictionary of Greek
αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… … Dictionary of Greek
επιθόλωσις — ἐπιθόλωσις, ἡ (Α) 1. το θόλωμα, το σκοτείνιασμα 2. μτφ. η επισκότιση, η διατάραξη … Dictionary of Greek
επισκίαση — η (AM ἐπισκίασις) [επισκιάζω] η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι αρχ. μσν. θεϊκή σκέπη και προστασία … Dictionary of Greek
επισκοτισμός — ἐπισκοτισμός, ὁ (Α) [επισκοτίζω] επισκότιση … Dictionary of Greek
ζόφωση — η (AM ζόφωσις) [ζοφώ] συσκότιση, επισκότιση, σκοτείνιασμα νεοελλ. μσν. (για τα μάτια) τύφλωση μσν. θλίψη, μελαγχολία … Dictionary of Greek
περισκιασμός — ὁ, Α [περισκιάζομαι] (για τη Σελήνη) επισκότιση, επισκίαση, αμαύρωση … Dictionary of Greek
σκοτισμός — ο, ΝΜΑ [σκοτίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.) 2. σκοτοδίνη («που τόν έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. διανοητική σύγχυση,… … Dictionary of Greek
σκότωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)] μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.) β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτῶ* (III),… … Dictionary of Greek